παρανακλίνω

παρανακλίνω
V 0-0-0-0-1=1 Sir 47,19
to bend; παρανέκλινας τὰς λαγόνας σου γυναιξίν you gave your sides to women, you gave your embraces to women

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρανακλίνω — Α [ανακλίνω] θέτω, απλώνω κάτι κοντά σε κάποιον («παρενέκλινας τὰς λαγόνας σου γυναιξί», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”